του Χλωπσιούδη Δήμου
Η Κοινωνική Οικονομία στη χώρα μας φαντάζει ως ένα νέο είδος αλληλεγγύης.
Ωστόσο, πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική μορφή συνεταιρισμού, αλληλεγγύης και οικονομικής δραστηριότητας.
Το φαινόμενο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας καλύπτει μία ετερογενή πραγματικότητα, αντικείμενο νομοθέτηση και έντονης θεσμοθέτησης (συνεταιριστικές και κοινωνικές επιχειρήσεις, συμμαχίες κοινωνικού ενδιαφέροντος κλπ) ή παραμένει στο χώρο των άτυπων αυτοργανωμένων ενώσεων και δικτύων).
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις απαντούν σε νέα κοινωνικά προβλήματα και ανάγκες (στέγασης, επαγγελματικής ενσωμάτωσης, κοινωνικής επανένταξης, περιβαλλοντικής προστασίας κ.α.), ενώ καινοτομούν σε θέματα διαχείρισης πόρων, νέων επαγγελμάτων, οργάνωσης της εργασίας κλπ., που δεν ικανοποιούν πλέον η αγορά και το κράτος. Πρόκειται, κυρίως, για οικονομικές δραστηριότητες κοινωνικής και οικολογικής χρησιμότητας, τις οποίες οι κλασικοί επενδυτές εγκαταλείπουν ως ασύμφορες οικονομικά1.
Κεντρικό ρόλο στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας έχει η κοινωνική επιχείρηση. Παρότι τυπικά πρόκειται για κερδοσκοπική επιχείρηση, η κοινωνική επιχείρηση προτάσσει τις αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης, της βιώσιμης ανάπτυξης και της δημοκρατικής συμμετοχής σε βάρος της επιδίωξης κέρδους. Μα βασικό σκοπό την αλληλεγγύη των μελών του, την κοινωνική και επαγγελματική ενσωμάτωση ευπαθών ομάδων (άτομα με αναπηρία, μετανάστες, χρήστες ουσιών κ.λπ.) ή την επιδίωξη ενός γενικότερου σκοπού (π.χ. δίκαιο εμπόριο), οι κοινωνικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τα όποια κέρδη τους για την επίτευξη των σκοπών τους (αύξηση των θέσεων εργασίας, επέκταση δραστηριοτήτων).
Η Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία στην ουσία είναι ακριβώς ένα διακριτό μοντέλο που τείνει να αμφισβητεί το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και του ακραίου ανταγωνισμού, τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και σε αυτό της διανομής και της κατανάλωσης μέσω εναλλακτικών αλληλοβοηθητικών, θεσμών και δικτύων.
Στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης εμφανίστηκαν δεκάδες φορείς αλληλεγγύης. Πολλοί λειτουργούν ακριβώς ως κοινωνικές επιχειρήσεις (τράπεζες χρόνου) ή οργανωμένα δίκτυα συναλλαγής υπό τις αρχές της αλληλέγγυας οικονομίας (συνεταιρισμοί-καταναλωτές χωρίς μεσάζοντες), ενώ άλλοι μοιάζουν προς το παρόν ως ευκαιριακές συνδέσεις αλτρουιστών που προσφέρουν σημαντικό κοινωνικό έργο (κοινωνικά ιατρεία). Ωστόσο, δε λείπουν και οι ατελείς προσπάθειες ή/και οι διαφημιστικές που συνδέονται άμεσα με τη λογική της φιλανθρωπίας, τις ευκαιριακής ευαισθητοποίησης χωρίς συνειδητοποίηση ή άλλη συμμετοχή (πχ εκκλησιαστικές και τηλεοπτικές κινήσεις).
Παράλληλα, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία όπου η Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία αναπτύχθηκε χωρίς καν χρηματικές ροές, ηοικονομική και η κοινωνική βιωσιμότητα -σε συνθήκες κρίσης- είναι άρρηκτα συνδεδεμένεςμε την ένταξη και την ενσωμάτωση του πολίτη, μέσω της εργασίας και της προσφοράςστην κοινότητα. Αν και κινείται παράλληλα με το πλαίσιο των αγορών, έχει την ιδιαιτερότητα να λειτουργεί κινηματικά καθώς στηρίζεται σε ευρεία κοινωνική βάση και υιοθετεί συλλογικά κριτήρια κατανομής κερδών αναπτύσσοντας ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης και προωθώντας την κοινωνική συνοχή.
Οι κοινωνικοοικονομικοί οργανισμοί δημιουργούν θέσεις απασχόλησης και παρέχουν δωρεάν ή συνεργατικές υπηρεσίες (δημιουργία και λειτουργία δικτύου και χώρου δωρεάν ανταλλαγής αντικειμένων, χωροθέτηση δωρεάν επισκευής χρηστικών αντικειμένων, σεμινάρια αυτοκατανάλωσης και επαναχρησιμοποίησης προϊόντων με τη λειτουργία ελεύθερου ανταλλακτηρίου ειδών, ίδρυση δικτύου ανταλλαγής δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών)2.
Την ίδια όμως στιγμή, εκτός από στήριγμα η Κοινωνική Οικονομία λειτουργεί και υπέρ της μεσοαστικής αλληλεγγύης και σταδιακά στην αντίληψη μιας κοινής ταξικής αντίληψης.
Ειδικά στη σημερινή συγκυρία γίνεται σαφές ότι είναι η πρακτική εφαρμογή της Αλληλέγγυας Οικονομίας στην καθημερινότητα των κοινωνικών σχέσεων μπορεί να δώσει στη μεσαία τάξη την ώθηση εκείνη που να τη βγάλει από τον πολιτικό αποπροσανατολισμό και να συμβάλει στην ταξική της συσπείρωση.
Η κοινωνική οικονομία, αν και κινείται παράλληλα με το πλαίσιο των αγορών, έχει την ιδιαιτερότητα να λειτουργεί κινηματικά καθώς στηρίζεται σε ευρεία κοινωνική βάση και υιοθετεί συλλογικά κριτήρια κατανομής κερδών αναπτύσσοντας ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης και προωθώντας την κοινωνική συνοχή.
Το μοντέλο αυτό όχι μόνο στηρίζει την επιχειρηματικότητα, αλλά της προσφέρει νέες διεξόδους και προοπτικές, χωρίς να μειώνει καθόλου την καλλιέργεια ταξικής συνείδησης. Αντίθετα, θα έρθουν πιο κοντά τα μέλη όλων των μεσοαστικών εσωστρωμάτων και θα συνεισφέρουν όχι μόνο στην ανάταση και διατήρηση της ταξικής τους υπόστασης (αποφυγή πληβειοποίησης), αλλά και θα φέρουν σε αρμονία όλα εκείνα τα τμήματά της τα οποία έφεραν σε σύγκρουση οι δημοκράτεςαπολογητές, οι τιμητές του κάθε εργαζόμενου.
Έτσι, τίθεται αναπόδραστα το ζήτημα της οικοδόμησης ενός νέου κοινωνικού μοντέλου αξιόπιστου, προσαρμοσμένου στις νέες προκλήσεις, ικανού να αντιπαραταχθεί στη νεοφιλελεύθερη πρόταση για την κοινωνία σε αντίκρουση της υπεράσπισης τνός κοινωνικού κράτους με παρωχημένες δομές με κίνδυνο να το παραδώσει πλήρως στην κυριαρχία της αγοράς. Και νέο κοινωνικό μοντέλο σημαίνει αναπαραγωγή των αξιών και εγγυήσεων μιας ισότιμης κοινωνίας με νέους όρους, νέες προϋποθέσεις και νέες επιμέρους θεματικές. Οι συνθήκες πια απαιτούν τη συγκρότηση μιας κινηματικής κοινωνικής πολιτικής μέσα από τη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα φέρουν σε συνεργασία όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Οι βασικές αρχές της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας δε βρίσκονται μακριά από τη στρατηγική της Αριστεράς για μια άλλη οικονομία. Η οικονομία των αναγκών, ως ένα μοντέλο για την υπέρβαση της οικονομίας του κέρδους, μπορεί να αντλήσει από την εμπειρία των οργανώσεων της κοινωνικής οικονομίας στο πλαίσιο δημιουργίας μιας ασπίδας προστασίας της κοινωνίας, και ειδικά των πιο ευάλωτων στρωμάτων της, από την κρίση, η κοινωνική οικονομία έχει πολλά να προσφέρει. Προβάλλει την κοινωνική αλληλεγγύη και δημιουργεί θέσεις εργασίας3. Η κοινωνική Αριστερά έχει ήδη μακρά παρουσία σε ανάλογα εγχειρήματα αλληλεγγύης και προωθεί τη θέσπιση ενός ευέλικτου και δημοκρατικού πλαισίου που θα ενδυναμώσει τις αλληλέγγυες επιχειρήσεις και οργανωμένες δράσεις.
Στην ουσία η Κοινωνική Οικονομία προσπαθεί να πατήσει ανάμεσα στις δύο κύριες οικονομικές θεωρίες: της Αγοράς και του Κράτους. Η λογική της στηρίζεται στις προνεωτερικές κοινοτιστικές πρακτικές, στους θεσμούς αλληλοβοήθειας των συνδικάτων και στο συνεταιριστικόκίνημα ώστε εμφανίστηκαν με νέα μορφή ως ένα ισχυρό εναλλακτικό πρόταγμα είτε απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό (Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο) είτε ως πρακτικές στήριξης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων σε περιόδους κρίσης (Αργεντινή, Ελλάδα, Βρετανοί ανθρακωρύχοι).
Ένα όφελος των υψηλών επιπέδων εθελοντικής παροχής κοινωνικής πρόνοιας -που βρίσκεται τελευταία στο επίκεντρο μεγάλης ακαδημαϊκής έρευνας-είναι ότι ο εθελοντισμός κτίζει το λεγόμενο κοινωνικό κεφάλαιοκι ενδυναμώνει την κοινωνία των πολιτών. Προσφέρονται βαθύτερες και ευρύτερες διασυνδέσεις που βελτιώνουν τελικά την ποιότητα ζωής για τα άτομα και τις κοινότητες. Καθώς η οργάνωση εθελοντικής παροχής υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας απαιτεί την ανάπτυξη ικανών οργανώσεων και ο συντονισμός απαιτεί επικοινωνία, ορθώνεται μια γερή κοινωνία πολιτών με οργανώσεις που βρίσκονται σε στενή επικοινωνία μεταξύ τους ή με τις κυβερνήσεις τους. Οι διασυνδέσεις αυτές βοηθούν τους πολίτες να αποκτήσουν οργανωτικές, ηγετικές και επικοινωνιακές ικανότητες που μπορούν να βελτιώσουν τις σχέσεις κράτους-κοινωνίας.
Η συμμετοχή τοποθετεί τον έναν πλάι στον άλλον, χωρίς κανένα άλλο κοινό δεσμό που να τους συγκρατεί. Αντίθετα, ο δεσποτισμός ανυψώνει φραγμούς ανάμεσά τους και τους διαχωρίζει. Τους προδιαθέτει να μη σκέφτονται διόλου τους ομοίους τους και κάνει ένα είδος δημόσιας αρετής την αδιαφορία. Ο πάντοτε επικίνδυνος δεσποτισμός γίνεται ιδιαιτέρως επίφοβος στους δημοκρατικούς καιρούς. Εύκολο είναι στους καιρούς αυτούς οι άνθρωποι έχουν μια ιδιαίτερη ανάγκη της ελευθερίας. Όταν οι πολίτες εξαναγκάζονται να ασχοληθούν με τις δημόσιες υποθέσεις, αποσπώνται αναγκαστικά από τον κύκλο των ατομικών τους συμφερόντων και αποσπώνται επίσης από τη μέριμνα για τον εαυτό τους. Από την ώρα που γίνεται από κοινού πραγμάτευση των κοινών υποθέσεων, ο καθένας διακρίνει ότι δεν είναι τόσο ανεξάρτητος από τους ομοίους του, όσο φαντάζονταν πριν και ακόμη ότι για να αποκτήσει την υποστήριξή του, συχνά πρέπει να προσφέρει κι ο ίδιος τη συνδρομή του4.σχετικά άρθρα δημοσιεύτηκαν και παλαιότερα στο ιστολόγιο: