Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Γιατί κ τί ,χρειάζεται το κόμμα!

Αποτέλεσμα εικόνας για συριζα του Θόδωρου Παρασκευόπουλου
 Το κρίσιμο ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ – συγκεκριμένα για την ηγεσία του αμέσως τώρα και για ολόκληρο τον κομματικό οργανισμό πηγαίνοντας για το συνέδριο – είναι πώς θα επεξεργαστεί  και θα λύσει μία αντίφαση: η κατάσταση του κόμματος είναι αναντίστοιχη με την εκλογική του επιτυχία. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή, όπως στο επτάμηνο μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, η κυβέρνηση απορρόφησε μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού.


 Αυτό θα μπορούσε να διορθωθεί, αν και η, απερχόμενη τώρα, ηγεσία δεν έδειξε την ετοιμότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Σήμερα, για τον ΣΥΡΙΖΑ, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Ο λόγος δεν είναι η διάσπαση, όπως θα σκεφτόταν κανείς.
Η προσπάθεια όσων έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να φτιάξουν νέο κόμμα απέτυχε, και η αποτυχία δεν αποτυπώνεται τόσο στο αποτέλεσμα των εκλογών (αυτό θα μπορούσε να αναταχθεί στο μέλλον) ή στην αδυναμία να προσελκύσουν σημαντικό αριθμό μελών του ΣΥΡΙΖΑ, όσο προπάντων στην αδυναμία να δημιουργήσουν ρεύμα υπέρ των απόψεών τους και να συγκροτήσουν, οργανωτικά και προγραμματικά, κόμμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, ακόμα δεν φαίνεται να υπάρχει δημόσια συζήτηση για την μέχρι τώρα πορεία και την προοπτική – αντίθετα, διαφαίνεται κάτι σαν οχύρωση, μια στάση που την εφάρμοσε και την εφαρμόζει ανεπιτυχώς, αν και με περισσότερα εφόδια, το ΚΚΕ.

Διαφαινόμενος κίνδυνος

Για τον ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, το σημαντικό πλήγμα δεν ήταν η αποχώρηση μεγάλου αριθμού στελεχών της «Αριστερής Πλατφόρμας» (αλλά όχι όλων). Πολύ σημαντικότερη είναι η ιδεολογική σύγχυση, η απογοήτευση και η αδράνεια. Ο κομματικός οργανισμός δεν ήταν προετοιμασμένος για την αναδίπλωση και την αλλαγή πλεύσης στις 13 Ιουλίου. Και αυτά δεν τα έχει επεξεργαστεί ακόμα. Η επεξεργασία τους είναι προϋπόθεση για την ανάταξη του κόμματος και για την επιτυχία της αναγκαίας προσπάθειας να πετύχει δύο πράγματα: Πρώτον να ξανάρθει σε επαφή με τα μέλη του έφυγαν και είτε προσχώρησαν στη ΛΑΕ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είτε πήγαν σπίτι τους, είτε επιχειρούν να συγκροτήσουν αριστερές κινήσεις και πρωτοβουλίες. Δεύτερον να ξαναβρεί επαφή με τις 300.000 ψηφοφόρους που έχασε.
Σήμερα, αντίθετα, διαφαίνεται ο κίνδυνος, αντί να ενσωματώσει ο ΣΥΡΙΖΑ την εφαρμογή της ανισότιμης συμφωνίας στο πρόγραμμά του – που σημαίνει: να τη συνδέσει με αυτό που ονομάστηκε «παράλληλο πρόγραμμα» και με την επίμονη προσπάθεια απεμπλοκής –, να την αποδεχθεί ως μόνη δυνατότητα και να την συζητάει απολογητικά. Αυτό (τελείως διαφορετικό από την αναγκαία προβολή των μερικών επιτυχιών στη διαπραγμάτευση) θα ήταν το πρώτο, αποφασιστικό ωστόσο, βήμα εκπασοκισμού ή εν πάση περιπτώσει σοσιαλδημοκρατικοποίησης ενός αριστερού κόμματος που ήρθε για να ανατρέψει τον καπιταλισμό, μαζί με τα άλλα κόμματα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Και ήδη συμβαίνει να ακούγονται εξωραϊστικά ψευδοεπιχειρήματα που μοιάζουν με την επιχειρηματολογία των αστικών κομμάτων που συμμετείχαν σε προηγούμενες κυβερνήσεις.
Τα αστικά πολιτικά συστήματα στην Ευρώπη έχουν μια προσφιλή (και αρκετά αποτελεσματική) διπλή τακτική απέναντι σε κόμματα που ξεφεύγουν από τον κορσέ του αστισμού: από τη μια τα καταγγέλλουν ως εξτρεμιστικά, φιλοτρομοκρατικά, αντιδημοκρατικά, εθνικιστικά, λαϊκιστικά, εχθρικά προς την οικονομική ανάπτυξη κ.λπ. και, από την άλλη, πιέζουν για την ενσωμάτωσή τους, διακρίνουν πτέρυγες ή μεμονωμένα στελέχη «που επιδεικνύουν ρεαλισμό», ζητούν συνεργασίες. Με αυτή τη διπλή τακτική ενσωματώθηκαν ή διασπάστηκαν πολλά «πράσινα-οικολογικά» κόμματα σε ευρωπαϊκά κράτη και αυτήν ακριβώς τη διπλή τακτική εφαρμόζουν σήμερα στην Ελλάδα απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήταν θανάσιμο λάθος για τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ – όχι για την ύπαρξή του, αυτή μπορεί να διασφαλιστεί και μέσα στο αστικό κομματικό σύστημα – αν υποτιμούσε τον σκοπό και τα μέσα του αντιπάλου και, προπάντων, την επίδραση που η χρήση αυτών των μέτρων μπορεί να έχει στο εσωτερικό του.

Χωρίς σχέδιο

Μα, θα ακουστεί, δεν είναι αλήθεια ότι στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία υπάρχουν διαφοροποιήσεις που εντείνονται από την κρίση και τις διαλυτικές επιπτώσεις της πρόσδεσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στο άρμα του νεοφιλελευθερισμού; Υπάρχουν και προσφέρουν έδαφος για συμμαχίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται σαν, διαφορετικά από τα άλλα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα, να επιζητεί συνεννοήσεις με την ηγεσία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας – με τον Ολάντ, τον Ρέντσι, τον Φάιμαν, τον Σουλτς. Εάν αυτό θεωρηθεί μομφή, είναι βέβαια άστοχη. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια ιδιαιτερότητα: είναι κορμός και ηγεσία της ελληνικής κυβέρνησης και ο Τσίπρας σε αυτό το επίπεδο πρέπει να αναζητήσει συμμαχίες και συνεννοήσεις.
Αυτό δεν ισχύει για το κόμμα. Στην προσπάθεια αναδιαμόρφωσης του πολιτικού τοπίου αντιστοιχεί ένα ευρωπαϊκό δίκτυο αριστερών, κριτικών σοσιαλδημοκρατών, ριζοσπαστών πράσινων – ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν ομάδες επαφής. Για τον ΣΥΡΙΖΑ αυτό αντιστοιχεί και στη δική του συγκρότηση.
Ανάλογα είναι τα πράγματα στο εσωτερικό της χώρας. Κατά τη γνώμη μου, είναι επιεικώς αφελές να θεωρείς ότι ένα αριστερό κόμμα που σε μια ορισμένη συγκυρία μπόρεσε – όχι τυχαία, αλλά χάρη στην πολιτική του – να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη της κοινωνίας, μπορεί να διατηρήσει αυτή τη θέση και να κυβερνήσει μάλιστα, χωρίς να επιδιώκει διαρκώς να διευρύνει την πολιτική του επιρροή, χωρίς να προσελκύει ανθρώπους που στο παρελθόν υπηρέτησαν άλλη πολιτική σε άλλα κόμματα και χωρίς να αναζητήσει συμμαχίες στο αστικό μπλοκ. Ούτε μπορείς να περιμένεις ότι τέτοιες προσχωρήσεις και συνεργασίες δεν θα περιέχουν ιδιοτελή κίνητρα ή ότι αυτοί οι άνθρωποι θα γίνουν ξαφνικά αριστεροί ή, κιόλας, ότι η παρουσία τους δεν θα επηρεάσει και τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα, η αναζήτηση συμμαχιών δεν μπορεί να περιέχει την ανοχή για τη δημόσια προσβολή μελών της κυβέρνησης, εν προκειμένω από τον Αρχιεπίσκοπο, χωρίς αντίδραση. Φαίνεται όμως ότι όλα αυτά γίνονται χωρίς σχέδιο: ό,τι λάχει. Και αυτό το χωρίς σχέδιο είναι επικίνδυνο γιατί διαβρώνει τη φυσιογνωμία του κόμματος, της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και της κυβέρνησης. Η αλλαγή αυτής της επικίνδυνης κατάστασης δεν είναι δουλειά της κυβέρνησης· η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να δρα γρήγορα με ό,τι κάθε στιγμή της προσφέρεται. Η επεξεργασία αυτών των πραγμάτων τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πολιτικό-πρακτικό επίπεδο είναι δουλειά του κόμματος, το οποίο όμως ούτε προετοιμασμένο ούτε κατάλληλα δομημένο είναι για να την κάνει. Πώς και πόσο γρήγορα θα αλλάξει αυτό θα χρειαζόταν να είναι αντικείμενο της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής – και κριτήριο για την ανάδειξη της νέας Πολιτικής Γραμματείας και του Γραμματέα, των επικεφαλής των κοινοβουλευτικών υπηρεσιών κ.λπ.

Το εφεύρημα της «φυσικής ηγεσίας»

Σε αυτή τη συνάρτηση ακούγεται έντονα μια αοριστολογία: η φυσική ηγεσία του κόμματος. Φυσικές ηγεσίες δεν υπάρχουν στα δημοκρατικά κόμματα. Είναι όρος που έρχεται από άλλους χώρους, κάθε άλλο παρά συγγενείς με την Αριστερά. Τα δημοκρατικά κόμματα σχεδιάζουν, ορίζουν τη διάταξη των στελεχών τους ανάλογα με τις ανάγκες τους και τον προγραμματισμό τους. Εάν με «φυσική ηγεσία» εννοείται η ισχυρή συμμετοχή μελών της κυβέρνησης στην ηγεσία του κόμματος, τότε αυτό είναι ανακριβές: η σύνθεση της κυβέρνησης είναι επιλογή του πρωθυπουργού, επομένως πρόκειται για τοποθέτηση στελεχών όχι έπειτα από εξέταση της εκάστοτε καταλληλότητάς τους από το κόμμα με διάλογο και ψηφοφορία, αλλά έπειτα από πρωθυπουργική απόφαση κι αυτό είναι σωστό για την κυβέρνηση, αλλά ανωμαλία για το κόμμα – ανεξάρτητα από τα πρόσωπα. Επιπλέον, τα μέλη της κυβέρνησης υπόκεινται – δεν μπορεί να είναι αλλιώς – σε μια ιδιαίτερη πειθαρχία υποστήριξης και τήρησης των κυβερνητικών αποφάσεων και της κυβερνητικής γραμμής. Το ίδιο ισχύει όμως και για τα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος: αυτά πειθαρχούν στις αποφάσεις του οργάνου τους και τις υποστηρίζουν. Μόνο εφόσον είτε το κόμμα είτε η κυβέρνηση κυριαρχούν μπορεί να λειτουργήσει ομαλά μια τέτοια ανάμειξη ρόλων. Αυτό συνέβαινε, ας πούμε, στον «υπαρκτό σοσιαλισμό», όπου και συνταγματικά το κόμμα ήταν το κέντρο των αποφάσεων και η κυβέρνηση ήταν όργανό του. Στις δημοκρατίες, όμως, έχουμε διαφορετικές καταστατικές αρχές: το κόμμα λειτουργεί με το καταστατικό του, η κυβέρνηση με το Σύνταγμα της χώρας.
Φυσικά χρειάζεται να υπάρχει σύνδεση της κυβέρνησης με το κόμμα. Από όλους τους δυνατούς τρόπους, όμως, το εφεύρημα της «φυσικής ηγεσίας» είναι ο χειρότερος και απειλεί να κρατικοποιήσει το κόμμα, να το αδρανοποιήσει και να το διαλύσει στη συνέχεια.
Επομένως, εάν η γενική κατεύθυνση προς το Συνέδριο είναι η ανάταξη του κόμματος, αυτή περιέχει δύο συστατικά στοιχεία. Μπορεί να φαίνονται, καμιά φορά είναι κιόλας, αντιφατικά. Αλλά χωρίς αυτά δεν γίνεται. Το ένα στοιχείο είναι η αποτελεσματικότητα, κι αυτή η επιδίωξη πρέπει να αποτυπώνεται στη σύνθεση και στον τρόπο λειτουργίας των οργάνων του -δεν παραγνωρίζω τον ρόλο των οργανώσεων, αλλά τα όργανα και εν τέλει η ηγεσία κατευθύνουν τις οργανώσεις.
Το δεύτερο είναι η διαπάλη των ιδεών. Εάν τα ρεύματα ιδεών, οι τάσεις, όπως τα λέμε, δεν έχουν πλήρη ελευθερία και δεν αντικατοπτρίζονται στη σύνθεση της ηγεσίας, τότε η παραγωγή θεωρίας και πολιτικής θα είναι δουλειά της ηγεσίας. Θα επιβληθούν τότε μία ή και περισσότερες ηγετικές τάσεις και ομάδες που θα ποδηγετούν.
Δύσκολα πράγματα θα πεις. Αν δεν τα προσπαθήσουμε, όμως, θα ηττηθούμε.

εποχή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ο Αυτοσεβασμός, σε κάνει Δημοκράτη!